Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
σάκτας
σάκτας2
View word page
σακκοφορέω
to be a porter
ShortDef
to be a porter
Debugging
Headword:
σακκοφορέω
Headword (normalized):
σακκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σακκοφορεω
IDX:
78821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78822
Key:
Data
{'content': 'to be a porter'}