Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
σάκουτος
σάκρα
View word page
σάκκος
a coarse hair-cloth, sackcloth
ShortDef
a coarse hair-cloth, sackcloth
Debugging
Headword:
σάκκος
Headword (normalized):
σάκκος
Headword (normalized/stripped):
σακκος
IDX:
78819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78820
Key:
Data
{'content': 'a coarse hair-cloth, sackcloth'}