Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακεύω
σακκᾶς
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκος
View word page
σακκοπλόκος
sackweaver

ShortDef

sackweaver

Debugging

Headword:
σακκοπλόκος
Headword (normalized):
σακκοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
σακκοπλοκος
IDX:
78817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78818
Key:

Data

{'content': 'sackweaver'}