Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακεσφόρος
σακεύω
σακκᾶς
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
View word page
σακκοπήρα
knapsack, wallet

ShortDef

knapsack, wallet

Debugging

Headword:
σακκοπήρα
Headword (normalized):
σακκοπήρα
Headword (normalized/stripped):
σακκοπηρα
IDX:
78816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78817
Key:

Data

{'content': 'knapsack, wallet'}