Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακεύω
σακκᾶς
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
View word page
σακκογενειοτρόφος
cherishing a huge beard

ShortDef

cherishing a huge beard

Debugging

Headword:
σακκογενειοτρόφος
Headword (normalized):
σακκογενειοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
σακκογενειοτροφος
IDX:
78815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78816
Key:

Data

{'content': 'cherishing a huge beard'}