Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάκανδρος
Σάκας
σάκελλος
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακεύω
σακκᾶς
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
View word page
σακκίας
strained
ShortDef
strained
Debugging
Headword:
σακκίας
Headword (normalized):
σακκίας
Headword (normalized/stripped):
σακκιας
IDX:
78812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78813
Key:
Data
{'content': 'strained'}