Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνισοπλατής
ἀνισόπλευρος
ἀνισοπληθής
ἀνισόρροπος
ἄνισος
ἀνισοσθενής
ἀνισοσκελής
ἀνισόστροφος
ἀνισοταχής
ἀνισότης
ἀνισοτοιχέω
ἀνισότονος
ἀνισουψής
ἀνισόχρονος
ἀνισόω
ἀνίσταμι
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστορησία
ἀνιστόρητος
ἀνίσχιος
View word page
ἀνισοτοιχέω
to be out of trim, lean over to one side
ShortDef
to be out of trim, lean over to one side
Debugging
Headword:
ἀνισοτοιχέω
Headword (normalized):
ἀνισοτοιχέω
Headword (normalized/stripped):
ανισοτοιχεω
IDX:
7880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7881
Key:
Data
{'content': 'to be out of trim, lean over to one side'}