Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σάις
σαΐτης
σακάδιον
Σάκαι
σακάλιον
σάκανδρος
Σάκας
σάκελλος
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακεύω
σακκᾶς
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σάκκινος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
View word page
σακεύω
strain, filter
ShortDef
strain, filter
Debugging
Headword:
σακεύω
Headword (normalized):
σακεύω
Headword (normalized/stripped):
σακευω
IDX:
78807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78808
Key:
Data
{'content': 'strain, filter'}