Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
View word page
ἀγροικικός
rustic
ShortDef
rustic
Debugging
Headword:
ἀγροικικός
Headword (normalized):
ἀγροικικός
Headword (normalized/stripped):
αγροικικος
IDX:
787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-788
Key:
Data
{'content': 'rustic'}