Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαγματογήνη
σαγματοποιός
σαγματοράπτης
σαγολαίφεα
σάγος
Σάγρα
Σαδδουκαῖοι
Σαδυάττης
σαθέριον
σάθη
σαθρός
σαθρότης
σαθρόω
σάθρωμα
σάθρωσις
σαικωνέω
σαινίδωρος
σαίνουρος
σαίνω
σαίρω
σαίρω2
View word page
σαθρός
rotten, decayed, unsound, cracked

ShortDef

rotten, decayed, unsound, cracked

Debugging

Headword:
σαθρός
Headword (normalized):
σαθρός
Headword (normalized/stripped):
σαθρος
IDX:
78786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78787
Key:

Data

{'content': 'rotten, decayed, unsound, cracked'}