Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαγή
σαγηναῖος
σαγηνεία
σαγηνεύς
σαγηνευτήρ
σαγηνευτής
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγηφορέω
σαγίς
σάγμα
σαγματᾶς
σαγματογήνη
σαγματοποιός
σαγματοράπτης
σαγολαίφεα
σάγος
Σάγρα
Σαδδουκαῖοι
View word page
σαγηφορέω
to wear a cloak

ShortDef

to wear a cloak

Debugging

Headword:
σαγηφορέω
Headword (normalized):
σαγηφορέω
Headword (normalized/stripped):
σαγηφορεω
IDX:
78772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78773
Key:

Data

{'content': 'to wear a cloak'}