Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαγγάριος
Σαγγάριος
σάγγαρον
Σάγγας
σαγή
σαγηναῖος
σαγηνεία
σαγηνεύς
σαγηνευτήρ
σαγηνευτής
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγηφορέω
σαγίς
σάγμα
σαγματᾶς
σαγματογήνη
σαγματοποιός
σαγματοράπτης
View word page
σαγηνεύω
to take fish with a drag-net
ShortDef
to take fish with a drag-net
Debugging
Headword:
σαγηνεύω
Headword (normalized):
σαγηνεύω
Headword (normalized/stripped):
σαγηνευω
IDX:
78768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78769
Key:
Data
{'content': 'to take fish with a drag-net'}