Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σάγαρις
σαγγάδης
σαγγάριος
Σαγγάριος
σάγγαρον
Σάγγας
σαγή
σαγηναῖος
σαγηνεία
σαγηνεύς
σαγηνευτήρ
σαγηνευτής
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγηφορέω
σαγίς
σάγμα
σαγματᾶς
σαγματογήνη
View word page
σαγηνευτήρ
one who fishes with a drag-net

ShortDef

one who fishes with a drag-net

Debugging

Headword:
σαγηνευτήρ
Headword (normalized):
σαγηνευτήρ
Headword (normalized/stripped):
σαγηνευτηρ
IDX:
78766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78767
Key:

Data

{'content': 'one who fishes with a drag-net'}