Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σαββατικός
Σαββατισμός
Σαββατιστής
Σάββατον
σαββάτωσις
Σαβῖνον
Σαβῖνος
σαβοῖ
Σάβος
σάβουρος
σάβυττος
σαγάλινος
σαγανάριος
σαγάπηνον
σάγαρις
σαγγάδης
σαγγάριος
Σαγγάριος
σάγγαρον
Σάγγας
σαγή
View word page
σάβυττος
a fashion of cutting hair
ShortDef
a fashion of cutting hair
Debugging
Headword:
σάβυττος
Headword (normalized):
σάβυττος
Headword (normalized/stripped):
σαβυττος
IDX:
78752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78753
Key:
Data
{'content': 'a fashion of cutting hair'}