Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνισοειδής
ἀνισοκρατέω
ἀνισολαμπής
ἀνισόμετρος
ἀνισομήκης
ἀνισοπαχέω
ἀνισοπαχής
ἀνισοπλατής
ἀνισόπλευρος
ἀνισοπληθής
ἀνισόρροπος
ἄνισος
ἀνισοσθενής
ἀνισοσκελής
ἀνισόστροφος
ἀνισοταχής
ἀνισότης
ἀνισοτοιχέω
ἀνισότονος
ἀνισουψής
ἀνισόχρονος
View word page
ἀνισόρροπος
unequally balanced, unfair

ShortDef

unequally balanced, unfair

Debugging

Headword:
ἀνισόρροπος
Headword (normalized):
ἀνισόρροπος
Headword (normalized/stripped):
ανισορροπος
IDX:
7873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7874
Key:

Data

{'content': 'unequally balanced, unfair'}