Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥωρός
ῥῶσις
Ῥώσκιος
ῥωσκομένως
ῥῶσταξ
ῥωστικός
ῥῶστρον
ῥωχμή
ῥωχμός
ῥωχμός2
ῥώχω
ῥώψ
ῥώψ2
ῥώω
σʹ
Σαβαζιασταί
Σαβάζιος
σαβάζω
σαβακός
σαβάκτης
Σαβακῶς
View word page
ῥώχω
wheeze

ShortDef

wheeze

Debugging

Headword:
ῥώχω
Headword (normalized):
ῥώχω
Headword (normalized/stripped):
ρωχω
IDX:
78723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78724
Key:

Data

{'content': 'wheeze'}