Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥῶπος
ῥωρός
ῥῶσις
Ῥώσκιος
ῥωσκομένως
ῥῶσταξ
ῥωστικός
ῥῶστρον
ῥωχμή
ῥωχμός
ῥωχμός2
ῥώχω
ῥώψ
ῥώψ2
ῥώω
σʹ
Σαβαζιασταί
Σαβάζιος
σαβάζω
σαβακός
σαβάκτης
View word page
ῥωχμός2
wheezing

ShortDef

a cleft
wheezing

Debugging

Headword:
ῥωχμός2
Headword (normalized):
ῥωχμός
Headword (normalized/stripped):
ρωχμος2
IDX:
78722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78723
Key:

Data

{'content': 'wheezing'}