Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥωποπώλιον
ῥῶπος
ῥωρός
ῥῶσις
Ῥώσκιος
ῥωσκομένως
ῥῶσταξ
ῥωστικός
ῥῶστρον
ῥωχμή
ῥωχμός
ῥωχμός2
ῥώχω
ῥώψ
ῥώψ2
ῥώω
σʹ
Σαβαζιασταί
Σαβάζιος
σαβάζω
σαβακός
View word page
ῥωχμός
a cleft

ShortDef

a cleft
wheezing

Debugging

Headword:
ῥωχμός
Headword (normalized):
ῥωχμός
Headword (normalized/stripped):
ρωχμος
IDX:
78721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78722
Key:

Data

{'content': 'a cleft'}