Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥωπίζω
ῥωπικός
ῥωπίον
ῥωπογραφία
ῥωπογράφος
ῥωποπερπερήθρα
ῥωποπωλέω
ῥωποπώλης
ῥωποπώλιον
ῥῶπος
ῥωρός
ῥῶσις
Ῥώσκιος
ῥωσκομένως
ῥῶσταξ
ῥωστικός
ῥῶστρον
ῥωχμή
ῥωχμός
ῥωχμός2
ῥώχω
View word page
ῥωρός
strong, mighty
ShortDef
strong, mighty
Debugging
Headword:
ῥωρός
Headword (normalized):
ῥωρός
Headword (normalized/stripped):
ρωρος
IDX:
78713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78714
Key:
Data
{'content': 'strong, mighty'}