Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
View word page
ἀγροικίζομαι
to be rude and boorish

ShortDef

to be rude and boorish

Debugging

Headword:
ἀγροικίζομαι
Headword (normalized):
ἀγροικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγροικιζομαι
IDX:
786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-787
Key:

Data

{'content': 'to be rude and boorish'}