Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαῖος
Ῥωμαιότης
Ῥωμαϊστής
Ῥωμαϊστί
ῥωμαλεόομαι
ῥωμαλέος
ῥώμη
Ῥώμη
ῥώννυμι
ῥώξ
ῥώξ2
Ῥωξάνη
ῥώομαι
ῥωπεύω
ῥωπήεις
ῥωπήϊον
ῥωπίζω
ῥωπικός
ῥωπίον
ῥωπογραφία
View word page
ῥώξ
a cleft
ShortDef
a cleft
grape, berry
Debugging
Headword:
ῥώξ
Headword (normalized):
ῥώξ
Headword (normalized/stripped):
ρωξ
IDX:
78696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78697
Key:
Data
{'content': 'a cleft'}