Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥωβικός
ῥωγαλέος
ῥωγάς
ῥωγμή
ῥωγμοειδής
ῥώθων
ῥῶμα
Ῥωμαΐζω
ῥωμαΐζω
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαῖος
Ῥωμαιότης
Ῥωμαϊστής
Ῥωμαϊστί
ῥωμαλεόομαι
ῥωμαλέος
ῥώμη
Ῥώμη
ῥώννυμι
ῥώξ
ῥώξ2
View word page
Ῥωμαῖος
a Roman

ShortDef

a Roman

Debugging

Headword:
Ῥωμαῖος
Headword (normalized):
ῥωμαῖος
Headword (normalized/stripped):
ρωμαιος
IDX:
78687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78688
Key:

Data

{'content': 'a Roman'}