Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥωβίδας
ῥωβικός
ῥωγαλέος
ῥωγάς
ῥωγμή
ῥωγμοειδής
ῥώθων
ῥῶμα
Ῥωμαΐζω
ῥωμαΐζω
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαῖος
Ῥωμαιότης
Ῥωμαϊστής
Ῥωμαϊστί
ῥωμαλεόομαι
ῥωμαλέος
ῥώμη
Ῥώμη
ῥώννυμι
ῥώξ
View word page
Ῥωμαϊκός
Roman, a Roman
ShortDef
Roman, a Roman
Debugging
Headword:
Ῥωμαϊκός
Headword (normalized):
ῥωμαϊκός
Headword (normalized/stripped):
ρωμαικος
IDX:
78686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78687
Key:
Data
{'content': 'Roman, a Roman'}