Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥύω
ῥυώδης
ῥῶ
ῥωβίδας
ῥωβικός
ῥωγαλέος
ῥωγάς
ῥωγμή
ῥωγμοειδής
ῥώθων
ῥῶμα
Ῥωμαΐζω
ῥωμαΐζω
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαῖος
Ῥωμαιότης
Ῥωμαϊστής
Ῥωμαϊστί
ῥωμαλεόομαι
ῥωμαλέος
ῥώμη
View word page
ῥῶμα
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ῥῶμα
Headword (normalized):
ῥῶμα
Headword (normalized/stripped):
ρωμα
IDX:
78683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78684
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}