Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυτή
ῥυτήρ
ῥυτήρ2
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτιδώδης
ῥυτίδωμα
ῥυτίδωσις
Ῥύτιον
ῥυτίς
ῥύτισμα
ῥυτόν
ῥυτόν2
ῥυτός
ῥυτός2
ῥυτός3
ῥύτρος
ῥύτωρ
ῥύτωρ2
ῥύψις
ῥύω
View word page
ῥύτισμα
darn

ShortDef

darn

Debugging

Headword:
ῥύτισμα
Headword (normalized):
ῥύτισμα
Headword (normalized/stripped):
ρυτισμα
IDX:
78663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78664
Key:

Data

{'content': 'darn'}