Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυστήρ
ῥύστης
ῥυστικός
ῥυσώδης
ῥύσωσις
ῥυταγωγεύς
ῥύτειρα
ῥυτή
ῥυτήρ
ῥυτήρ2
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτιδώδης
ῥυτίδωμα
ῥυτίδωσις
Ῥύτιον
ῥυτίς
ῥύτισμα
ῥυτόν
ῥυτόν2
ῥυτός
View word page
ῥυτιδόφλοιος
with shrivelled rind

ShortDef

with shrivelled rind

Debugging

Headword:
ῥυτιδόφλοιος
Headword (normalized):
ῥυτιδόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
ρυτιδοφλοιος
IDX:
78656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78657
Key:

Data

{'content': 'with shrivelled rind'}