Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥυστακτύς
ῥυστήρ
ῥύστης
ῥυστικός
ῥυσώδης
ῥύσωσις
ῥυταγωγεύς
ῥύτειρα
ῥυτή
ῥυτήρ
ῥυτήρ2
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτιδώδης
ῥυτίδωμα
ῥυτίδωσις
Ῥύτιον
ῥυτίς
ῥύτισμα
ῥυτόν
ῥυτόν2
View word page
ῥυτήρ2
savior, guard
ShortDef
one who draws, strap, rein
savior, guard
Debugging
Headword:
ῥυτήρ2
Headword (normalized):
ῥυτήρ
Headword (normalized/stripped):
ρυτηρ2
IDX:
78655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78656
Key:
Data
{'content': 'savior, guard'}