Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυσόω
ῥύσταγμα
ῥυστάζω
ῥυστακτύς
ῥυστήρ
ῥύστης
ῥυστικός
ῥυσώδης
ῥύσωσις
ῥυταγωγεύς
ῥύτειρα
ῥυτή
ῥυτήρ
ῥυτήρ2
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτιδώδης
ῥυτίδωμα
ῥυτίδωσις
Ῥύτιον
ῥυτίς
View word page
ῥύτειρα
savior

ShortDef

savior

Debugging

Headword:
ῥύτειρα
Headword (normalized):
ῥύτειρα
Headword (normalized/stripped):
ρυτειρα
IDX:
78652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78653
Key:

Data

{'content': 'savior'}