Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνισᾶτον
ἀνισεπίπεδος
ἀνισήλικος
ἀνισίτης
ἀνισοβαρής
ἀνισογώνιος
ἀνισοδιάστατος
ἀνισόδρομος
ἀνισοδύναμος
ἀνισοειδής
ἀνισοκρατέω
ἀνισολαμπής
ἀνισόμετρος
ἀνισομήκης
ἀνισοπαχέω
ἀνισοπαχής
ἀνισοπλατής
ἀνισόπλευρος
ἀνισοπληθής
ἀνισόρροπος
ἄνισος
View word page
ἀνισοκρατέω
to be unequal in strength

ShortDef

to be unequal in strength

Debugging

Headword:
ἀνισοκρατέω
Headword (normalized):
ἀνισοκρατέω
Headword (normalized/stripped):
ανισοκρατεω
IDX:
7864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7865
Key:

Data

{'content': 'to be unequal in strength'}