Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥυσίπονος
ῥύσις
ῥῦσις
ῥυσόκαρφος
ῥυσός
ῥυσότης
ῥυσοχίτων
ῥυσόω
ῥύσταγμα
ῥυστάζω
ῥυστακτύς
ῥυστήρ
ῥύστης
ῥυστικός
ῥυσώδης
ῥύσωσις
ῥυταγωγεύς
ῥύτειρα
ῥυτή
ῥυτήρ
ῥυτήρ2
View word page
ῥυστακτύς
a dragging about, maltreatment
ShortDef
a dragging about, maltreatment
Debugging
Headword:
ῥυστακτύς
Headword (normalized):
ῥυστακτύς
Headword (normalized/stripped):
ρυστακτυς
IDX:
78645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78646
Key:
Data
{'content': 'a dragging about, maltreatment'}