Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτικός
ῥύπτω
ῥυπώδης
ῥυσαίνομαι
ῥυσαλέος
ῥυσή
ῥύσημα
ῥυσιάζω
ῥυσίβωμος
ῥυσίδιφρος
ῥύσιον
ῥύσιος
ῥυσίπολις
ῥυσίπονος
View word page
ῥυσαίνομαι
to be wrinkled
ShortDef
to be wrinkled
Debugging
Headword:
ῥυσαίνομαι
Headword (normalized):
ῥυσαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
ρυσαινομαι
IDX:
78625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78626
Key:
Data
{'content': 'to be wrinkled'}