Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτικός
ῥύπτω
ῥυπώδης
ῥυσαίνομαι
ῥυσαλέος
ῥυσή
ῥύσημα
ῥυσιάζω
ῥυσίβωμος
ῥυσίδιφρος
ῥύσιον
ῥύσιος
View word page
ῥύπτω
cleanse, wash

ShortDef

cleanse, wash

Debugging

Headword:
ῥύπτω
Headword (normalized):
ῥύπτω
Headword (normalized/stripped):
ρυπτω
IDX:
78623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78624
Key:

Data

{'content': 'cleanse, wash'}