Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτικός
ῥύπτω
ῥυπώδης
ῥυσαίνομαι
ῥυσαλέος
ῥυσή
ῥύσημα
View word page
ῥυπόω
make foul and filthy, befoul

ShortDef

make foul and filthy, befoul

Debugging

Headword:
ῥυπόω
Headword (normalized):
ῥυπόω
Headword (normalized/stripped):
ρυποω
IDX:
78618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78619
Key:

Data

{'content': 'make foul and filthy, befoul'}