Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτικός
ῥύπτω
ῥυπώδης
ῥυσαίνομαι
ῥυσαλέος
View word page
ῥύπος
dirt, filth, dirtiness, uncleanness
ShortDef
dirt, filth, dirtiness, uncleanness
Debugging
Headword:
ῥύπος
Headword (normalized):
ῥύπος
Headword (normalized/stripped):
ρυπος
IDX:
78616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78617
Key:
Data
{'content': 'dirt, filth, dirtiness, uncleanness'}