Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτικός
ῥύπτω
View word page
ῥυποκιβδοτόκων
miser, 'dirty usurer

ShortDef

miser, 'dirty usurer

Debugging

Headword:
ῥυποκιβδοτόκων
Headword (normalized):
ῥυποκιβδοτόκων
Headword (normalized/stripped):
ρυποκιβδοτοκων
IDX:
78613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78614
Key:

Data

{'content': "miser, 'dirty usurer"}