Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥυπαρία
ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτικός
View word page
ῥυπέλαιον
foul, dirty oil
ShortDef
foul, dirty oil
Debugging
Headword:
ῥυπέλαιον
Headword (normalized):
ῥυπέλαιον
Headword (normalized/stripped):
ρυπελαιον
IDX:
78612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78613
Key:
Data
{'content': 'foul, dirty oil'}