Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
View word page
ῥυπάω
to be foul, filthy, dirty

ShortDef

to be foul, filthy, dirty

Debugging

Headword:
ῥυπάω
Headword (normalized):
ῥυπάω
Headword (normalized/stripped):
ρυπαω
IDX:
78611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78612
Key:

Data

{'content': 'to be foul, filthy, dirty'}