Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥύομαι
ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαί
ῥυππαπαῖ
View word page
ῥύπασμα
dirt, filth, pollution

ShortDef

dirt, filth, pollution

Debugging

Headword:
ῥύπασμα
Headword (normalized):
ῥύπασμα
Headword (normalized/stripped):
ρυπασμα
IDX:
78610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78611
Key:

Data

{'content': 'dirt, filth, pollution'}