Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥυμοτομία
ῥυμουλκέω
ῥυντάκης
ῥύομαι
ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
View word page
ῥυπαρός
filthy, dirty; greasy; uncultured
ShortDef
filthy, dirty; greasy; uncultured
Debugging
Headword:
ῥυπαρός
Headword (normalized):
ῥυπαρός
Headword (normalized/stripped):
ρυπαρος
IDX:
78607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78608
Key:
Data
{'content': 'filthy, dirty; greasy; uncultured'}