Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυμός
ῥυμοτομέω
ῥυμοτομία
ῥυμουλκέω
ῥυντάκης
ῥύομαι
ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
View word page
ῥυπαροκέραμος
of a dirty earthenware colour

ShortDef

of a dirty earthenware colour

Debugging

Headword:
ῥυπαροκέραμος
Headword (normalized):
ῥυπαροκέραμος
Headword (normalized/stripped):
ρυπαροκεραμος
IDX:
78605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78606
Key:

Data

{'content': 'of a dirty earthenware colour'}