Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
View word page
ἀγροικία
rusticity, boorishness, coarseness

ShortDef

rusticity, boorishness, coarseness

Debugging

Headword:
ἀγροικία
Headword (normalized):
ἀγροικία
Headword (normalized/stripped):
αγροικια
IDX:
785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-786
Key:

Data

{'content': 'rusticity, boorishness, coarseness'}