Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥῦμα2
ῥυμάρχης
ῥύμαρχος
ῥυμβονάω
ῥυμβών
ῥυμεῖος
ῥύμη
ῥυμηδόν
ῥύμμα
ῥυμοπύλιον
ῥυμός
ῥυμοτομέω
ῥυμοτομία
ῥυμουλκέω
ῥυντάκης
ῥύομαι
ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρόβιος
ῥυπαρογράφος
ῥυπαροκέραμος
View word page
ῥυμός
the pole of a carriage

ShortDef

the pole of a carriage

Debugging

Headword:
ῥυμός
Headword (normalized):
ῥυμός
Headword (normalized/stripped):
ρυμος
IDX:
78595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78596
Key:

Data

{'content': 'the pole of a carriage'}