Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνισάζω
ἀνισάκις
ἀνισάριθμος
ἀνισάριον
ἀνισασμός
ἀνισᾶτον
ἀνισεπίπεδος
ἀνισήλικος
ἀνισίτης
ἀνισοβαρής
ἀνισογώνιος
ἀνισοδιάστατος
ἀνισόδρομος
ἀνισοδύναμος
ἀνισοειδής
ἀνισοκρατέω
ἀνισολαμπής
ἀνισόμετρος
ἀνισομήκης
View word page
ἀνισίτης
flavoured with aniseed

ShortDef

flavoured with aniseed

Debugging

Headword:
ἀνισίτης
Headword (normalized):
ἀνισίτης
Headword (normalized/stripped):
ανισιτης
IDX:
7857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7858
Key:

Data

{'content': 'flavoured with aniseed'}