Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥυγχελέφας
ῥυγχίον
ῥύγχος
ῥύδην
ῥυδόν
ῥυζέω
ῥύζω
ῥύημα
ῥυηφενής
ῥυηφενίη
ῥυθμίζω
ῥυθμικός
ῥύθμισις
ῥυθμογραφία
ῥυθμογράφος
ῥυθμοειδής
ῥυθμοποιία
ῥυθμός
ῥυθμόω
ῥυΐσκομαι
ῥυκάνη
View word page
ῥυθμίζω
to bring into measure

ShortDef

to bring into measure

Debugging

Headword:
ῥυθμίζω
Headword (normalized):
ῥυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
ρυθμιζω
IDX:
78570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78571
Key:

Data

{'content': 'to bring into measure'}