Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥύαξ
ῥυάς
ῥυάχετος
ῥύγχαινα
ῥυγχελέφας
ῥυγχίον
ῥύγχος
ῥύδην
ῥυδόν
ῥυζέω
ῥύζω
ῥύημα
ῥυηφενής
ῥυηφενίη
ῥυθμίζω
ῥυθμικός
ῥύθμισις
ῥυθμογραφία
ῥυθμογράφος
ῥυθμοειδής
ῥυθμοποιία
View word page
ῥύζω
to growl, snarl

ShortDef

to growl, snarl

Debugging

Headword:
ῥύζω
Headword (normalized):
ῥύζω
Headword (normalized/stripped):
ρυζω
IDX:
78566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78567
Key:

Data

{'content': 'to growl, snarl'}