Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥοών
ῥυά
ῥυαδικός
ῥυακώδης
ῥύαξ
ῥυάς
ῥυάχετος
ῥύγχαινα
ῥυγχελέφας
ῥυγχίον
ῥύγχος
ῥύδην
ῥυδόν
ῥυζέω
ῥύζω
ῥύημα
ῥυηφενής
ῥυηφενίη
ῥυθμίζω
ῥυθμικός
ῥύθμισις
View word page
ῥύγχος
a snout, muzzle
ShortDef
a snout, muzzle
Debugging
Headword:
ῥύγχος
Headword (normalized):
ῥύγχος
Headword (normalized/stripped):
ρυγχος
IDX:
78562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78563
Key:
Data
{'content': 'a snout, muzzle'}