Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνιππεύω
ἀνιππία
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνισάζω
ἀνισάκις
ἀνισάριθμος
ἀνισάριον
ἀνισασμός
ἀνισᾶτον
ἀνισεπίπεδος
ἀνισήλικος
ἀνισίτης
ἀνισοβαρής
ἀνισογώνιος
ἀνισοδιάστατος
ἀνισόδρομος
ἀνισοδύναμος
ἀνισοειδής
ἀνισοκρατέω
View word page
ἀνισᾶτον
decoction of aniseed

ShortDef

decoction of aniseed

Debugging

Headword:
ἀνισᾶτον
Headword (normalized):
ἀνισᾶτον
Headword (normalized/stripped):
ανισατον
IDX:
7854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7855
Key:

Data

{'content': 'decoction of aniseed'}