Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥούσιος
ῥουσιώδης
Ῥουτίλιος
Ῥοῦφος
ῥοφέω
ῥόφημα
ῥοφηματώδης
ῥόφησις
ῥοφητικός
ῥοφητός
ῥόχανον
ῥοχθέω
ῥόχθος
ῥοώδης
ῥοώδης2
ῥοών
ῥυά
ῥυαδικός
ῥυακώδης
ῥύαξ
ῥυάς
View word page
ῥόχανον
strickle
ShortDef
strickle
Debugging
Headword:
ῥόχανον
Headword (normalized):
ῥόχανον
Headword (normalized/stripped):
ροχανον
IDX:
78547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78548
Key:
Data
{'content': 'strickle'}