Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοῦς
ῥουσίζω
ῥούσιος
ῥουσιώδης
Ῥουτίλιος
Ῥοῦφος
ῥοφέω
ῥόφημα
ῥοφηματώδης
ῥόφησις
ῥοφητικός
ῥοφητός
ῥόχανον
ῥοχθέω
ῥόχθος
ῥοώδης
ῥοώδης2
ῥοών
ῥυά
ῥυαδικός
ῥυακώδης
View word page
ῥοφητικός
drawing in, absorbing

ShortDef

drawing in, absorbing

Debugging

Headword:
ῥοφητικός
Headword (normalized):
ῥοφητικός
Headword (normalized/stripped):
ροφητικος
IDX:
78545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78546
Key:

Data

{'content': 'drawing in, absorbing'}