Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ῥουβίκων
Ῥούθη
ῥοῦς
ῥουσίζω
ῥούσιος
ῥουσιώδης
Ῥουτίλιος
Ῥοῦφος
ῥοφέω
ῥόφημα
ῥοφηματώδης
ῥόφησις
ῥοφητικός
ῥοφητός
ῥόχανον
ῥοχθέω
ῥόχθος
ῥοώδης
ῥοώδης2
ῥοών
ῥυά
View word page
ῥοφηματώδης
of the nature of a ῥόφημα, gruel-like

ShortDef

of the nature of a ῥόφημα, gruel-like

Debugging

Headword:
ῥοφηματώδης
Headword (normalized):
ῥοφηματώδης
Headword (normalized/stripped):
ροφηματωδης
IDX:
78543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78544
Key:

Data

{'content': 'of the nature of a ῥόφημα, gruel-like'}